μηνάνθος

μηνάνθος
μηνάνθος, ὁ (Α)
το φυτό νυμφαία, το νούφαρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηνυανθές ή μήνανθος ή μινυανθές — Φυτό που ανήκει στο γένος των αγγειοσπέρμων δικοτυληδόνων της οικογένειας των γεντιανίδων. Φύεται κυρίως στην Ινδία, ενώ μερικά από τα 25 είδη του συναντώνται και σε περιοχές της Ελλάδας, σε διάφορους υγρότοπους. Στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • μηνάνθους — μηνάνθος dwarf water lily masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”